- πωμάτιον
- πωμ-άτιον [ᾰ], τό, Dim. of πῶμα A,A little lid, Sor.1.71, Gloss.II = πωματίας, Gp.20.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πωμάτιον — little lid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωμάτιον — τὸ, ΜΑ υποκορ. τού πώμα·|| μσν. ο πωματίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶμα, ατος «καπάκι, σκέπασμα»] … Dictionary of Greek
πωμάτια — πωμάτιον little lid neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)